Δαμιανό

Δαμιανό
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 381 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γιαννιτσών. Το Δ. μέχρι το 1928 ονομαζόταν Δάμιανη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κοσμάς — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.140 μ., 581 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Πάρνωνα, 115 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. II… …   Dictionary of Greek

  • Damiano — (Greek: Δαμιανό) is a small village outside the town of Giannitsa, in Greece s Pella Prefecture. The village, of only about one hundred people, is famous for the agricultural regions around it, and its church of Ayios Dimitrios. The village is… …   Wikipedia

  • Giannitsa — Gemeindebezirk Giannitsa Δημοτική Ενότητα Γιαννιτσών (Γιαννιτσά) …   Deutsch Wikipedia

  • Pella (Makedonien) — Gemeinde Pella (Δήμος Πέλλας) …   Deutsch Wikipedia

  • εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… …   Dictionary of Greek

  • ημιάζυγος — η, ο ανατ. φρ. «ημιάζυγος φλέβα» δύο φλέβες τού αριστερού ημιθωρακίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemiazygos(vein) < hemi (πρβλ. ημι *) + azygos (πρβλ. άζυγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμιανό Γεωργίου] …   Dictionary of Greek

  • ημιτενοντώδης — ες φρ. «ημιτενοντώδης μυς» ένας από τους τρεις οπίσθιους καμπτήρες μυς τού μηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semitendinosus (muscle) < hemi (πρβλ. ημι ) + tendinosus «τενοντώδης». Η λ. στον πληθυντκό ημιτενοντώδεις… …   Dictionary of Greek

  • θεοφιλανθρωπία — η κίνηση οπαδών τής «φυσικής θρησκείας» με επαναστατικές λατρευτικές εκδηλώσεις και μασονικές αντιλήψεις κατά την περίοδο τής γαλλικής επανάστασης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. theophilanthropie < theo (πρβλ. θεο *) + philanthropic… …   Dictionary of Greek

  • ινιακός — ή, ό ανατ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ινίο, δηλ. στο πίσω κάτω μέρος τού κρανίου 2. φρ. «ινιακό οστό» άζυγο μεσαίο οστό που σχηματίζει το οπίσθιο μέρος τού κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. occipital < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • κερκιδικός — ή, ό ανατ. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην κερκίδα τού αντιβραχίου (α. «κερκιδική αρτηρία» β. «κερκιδικό νεύρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κερκίς, ίδος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. radial. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμιανό Γεωργίου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”