Κοσμάς — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.140 μ., 581 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Πάρνωνα, 115 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. II… … Dictionary of Greek
Damiano — (Greek: Δαμιανό) is a small village outside the town of Giannitsa, in Greece s Pella Prefecture. The village, of only about one hundred people, is famous for the agricultural regions around it, and its church of Ayios Dimitrios. The village is… … Wikipedia
Giannitsa — Gemeindebezirk Giannitsa Δημοτική Ενότητα Γιαννιτσών (Γιαννιτσά) … Deutsch Wikipedia
Pella (Makedonien) — Gemeinde Pella (Δήμος Πέλλας) … Deutsch Wikipedia
εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… … Dictionary of Greek
ημιάζυγος — η, ο ανατ. φρ. «ημιάζυγος φλέβα» δύο φλέβες τού αριστερού ημιθωρακίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemiazygos(vein) < hemi (πρβλ. ημι *) + azygos (πρβλ. άζυγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμιανό Γεωργίου] … Dictionary of Greek
ημιτενοντώδης — ες φρ. «ημιτενοντώδης μυς» ένας από τους τρεις οπίσθιους καμπτήρες μυς τού μηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semitendinosus (muscle) < hemi (πρβλ. ημι ) + tendinosus «τενοντώδης». Η λ. στον πληθυντκό ημιτενοντώδεις… … Dictionary of Greek
θεοφιλανθρωπία — η κίνηση οπαδών τής «φυσικής θρησκείας» με επαναστατικές λατρευτικές εκδηλώσεις και μασονικές αντιλήψεις κατά την περίοδο τής γαλλικής επανάστασης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. theophilanthropie < theo (πρβλ. θεο *) + philanthropic… … Dictionary of Greek
ινιακός — ή, ό ανατ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ινίο, δηλ. στο πίσω κάτω μέρος τού κρανίου 2. φρ. «ινιακό οστό» άζυγο μεσαίο οστό που σχηματίζει το οπίσθιο μέρος τού κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. occipital < λατ.… … Dictionary of Greek
κερκιδικός — ή, ό ανατ. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην κερκίδα τού αντιβραχίου (α. «κερκιδική αρτηρία» β. «κερκιδικό νεύρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κερκίς, ίδος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. radial. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμιανό Γεωργίου] … Dictionary of Greek